- φουριόζικος
- -η, -οβιαστικός, ορμητικός, ανυπόμονος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φουριόζικος — η, ο, Ν [φουριόζος] 1. (για πρόσ.) φουριόζος 2. (για ενέργεια) εσπευσμένος, βιαστικός … Dictionary of Greek
φουριόζος — α, ο (λ. ιταλ.) 1. φουριόζικος (βλ. λ.). 2. ευέξαπτος, αυτός που οργίζεται εύκολα, θυμωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)